- πυλώριον
- πυλώριον, τό, Hütte od. Wohnung des Türhüters
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πυλώριον — porter s lodge neut nom/voc/acc sg πυλωρέω keep the gate imperf ind act 3rd pl (doric) πυλωρέω keep the gate imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλώριον — τὸ, Α [πυλωρός] η κατοικία τού φύλακα τής πύλης … Dictionary of Greek
φυτώριο — το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά… … Dictionary of Greek